Τα σκευάσματα εντερικής σίτισης είναι εκείνα που παράγονται από τη βιομηχανία και ονομάζονται «διαιτητικά τρόφιμα για ειδικούς ιατρικούς σκοπούς», όπως ορίζεται στην ευρωπαϊκή νομοθετική ρύθμιση 1999/21/ΕΚ της επιτροπής της 25ης Μαρτίου 1999. Παράγονται ως υγρά διαφορετικού ιξώδους ή σε μορφή σκόνης. Τα εμπορικά σκευάσματα είναι πάντα αποστειρωμένα. Συνήθως εμπίπτουν σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:
- Βασικά (ολόκληρη η πρωτεΐνη ή πολυμερή) σκευάσματα
- Ολιγομερείς ή μονομερείς δίαιτες
- Ειδικά σκευάσματα για συγκεκριμένες νόσους
Βασικά σκευάσματα
Τα βασικά (πολυμερή) σκευάσματα είναι πλήρη όσον αφορά τη θρεπτική αξία και περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο πλήρη θρεπτικά συστατικά (γεγονός που συνεπάγεται ένα λειτουργικό πεπτικό σωλήνα) και είναι κατάλληλα για χρήση σε νοσοκομεία και κατ’ οίκον. Η σύνθεσή τους περιλαμβάνει τις απαραίτητες ποσότητες μακροθρεπτικών και μικροθρεπτικών συστατικών. Τα βασικά σκευάσματα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την πλειονότητα των ασθενών, ακόμη και για εκείνους με δυσλειτουργία συγκεκριμένων οργάνων ή με βαριά μορφή της νόσου5-17.
Σύνθεση των βασικών σκευασμάτων:
Τα βασικά σκευάσματα για εντερική σίτιση αποτελούνται από:
- Ολόκληρη πρωτεΐνη ως πηγή αζώτου
- Υδατάνθρακες ως ολιγοσακχαρίτες, μαλτοδεξτρίνες ή άμυλο
- Λιπίδια στη μορφή των μακριάς αλύσου τριγλυκεριδίων από φυτικά έλαια
- Μέταλλα, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία
Τα βασικά σκευάσματα δεν περιέχουν λακτόζη και τα περισσότερα από αυτά δεν περιέχουν γλουτένη. Τα θρεπτικά συστατικά δεν υδρολύονται, οπότε η ωσμωτικότητα πλησιάζει αρκετά τα φυσιολογικά επίπεδα (300mOsmol.l-1), κάτι το οποίο είναι θετικό για την ενίσχυση της ανοχής. Η θερμιδική πυκνότητα μπορεί να κυμαίνεται από 0,5 kcal/ml έως 2 kcal/ml, επιτρέποντας έτσι την προσαρμογή στις ανάγκες του ατόμου. Οι βασικές κατηγορίες των κλασικών σκευασμάτων παρουσιάζονται στον παρακάτω πίνακα .
Βασικά σκευάσματα | Περιγραφή |
Βασικά | Θρεπτικά συστατικά όπως σε μία κανονική δίαιτα |
Χαμηλής ενέργειας | < 1.0 kcal.ml-1 |
Κανονικής ενέργειας | 1.0 – 1.2 kcal.ml-1 |
Υψηλής ενέργειας | > 1.2 kcal.ml-1 |
Υψηλής πρωτεΐνης | ≥ 20% της ενέργειας από πρωτεΐνες |
Υψηλού λίπους | > 40% της συνολικής ενέργειας από λίπος |
Εμπλουτισμένα με φυτικές ίνες | 5-15 g.l-1φυτικές ίνες |
Υδατάνθρακες
Οι υδατάνθρακες μπορούν να παρέχουν το 40% – 60% της ενέργειας, αποτελώντας τον κύριο παράγοντα παροχής ενέργειας. Οι μαλτοδεξτρίνες είναι συνήθως η κύρια πηγή υδατανθράκων στα βασικά σκευάσματα. Είναι πιο διαλυτές από το άμυλο, έχουν χαμηλό ωσμωτικό φορτίο και υδρολύονται εύκολα στο έντερο. Η σουκρόζη μπορεί να προστεθεί σε μικρές ποσότητες, αυξάνοντας την ωσμωτική συγκέντρωση, αλλά και βελτιώνοντας τη γεύση (χρήσιμη για λήψη από του στόματος). Ορισμένοι τύποι μπορεί επίσης να περιέχουν άμυλο.
Λιπίδια
Τα λιπίδια είναι μία ισοτονική, ενεργειακά πυκνή πηγή και συμβάλλουν σημαντικά στην μη πρωτεϊνική ενεργειακή περιεκτικότητα στα σκευάσματα εντερικής σίτισης. Τα έλαια καλαμποκιού και σόγιας χρησιμοποιούνται συνήθως ως πηγές λιπιδίων στα σκευάσματα εντερικής σίτισης. Το καρθαμέλαιο και το κραμβέλαιο (μονοακόρεστα λιπαρά οξέα) είναι επίσης παρόντα σε ορισμένα πολυμερή σκευάσματα εντερικής σίτισης. Αυτά τα φυτικά έλαια παρέχουν κατά κύριο λόγο τριγλυκερίδια μακριάς αλύσου, και εκτός της συνεισφοράς τους στα απαραίτητα λιπαρά οξέα, βοηθάνε στον περιορισμό της ωσμωτικότητας. Η περιεκτικότητα των βασικών σκευασμάτων σε λιπίδια μπορεί να αποτελεί το 25% – 40% των συνολικών θερμίδων.
Τα τριγλυκερίδια μέσης αλύσου (MCTs) μπορεί να αντικαταστήσουν το σύνολο ή μέρος του περιεχομένου σε λιπίδια. Τα τριγλυκερίδια μέσης αλύσου δεν απαιτούν χολικά άλατα για την απορρόφησή τους και υδρολύονται εύκολα από λιπάσες στο έντερο.Επιπλέον παρακάμπτουν το λεμφικό σύστημα και απορροφώνται άμεσα στην πυλαία κυκλοφορία, κάτι το οποία τα καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμα σε περιπτώσεις δυσαπορρόφησης ή χυλοθώρακα. Ωστόσο, τα έλαια με τριγλυκερίδια μέσης αλύσου δεν περιέχουν απαραίτητα λιπαρά οξέα και μπορεί να καθυστερήσουν τη γαστρική κένωση, προκαλώντας δυσανεξία.
Πρωτεΐνες
Οι πρωτεΐνες παρέχουν το 15% – 25% της συνολικής ενέργειας στα πολυμερή σκευάσματα. Η περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες είναι 30 – 80 g.l-1, με την αναλογία μη πρωτεϊνικών θερμίδων προς άζωτο να είναι από 75:1 έως 200:1 kcal.g-1 Ν. Οι πηγές αζώτου περιλαμβάνουν πρωτεΐνες στην αρχική φυσική τους μορφή (π.χ. πρωτεΐνη γάλακτος, αυγού) και απομονωμένες πρωτεΐνες που έχουν διαχωρισθεί από διάφορες αρχικές τροφές (πίνακας 2).
Πηγή πρωτεϊνών | Πρωτεΐνη |
Αγελαδινό γάλα | Καζεΐνη, γαλακτοαλβουμίνη χωρίς λακτόζη και πρωτεΐνη ορού γάλακτος |
Σόγια | Απομονωμένη πρωτεΐνη σόγιας |
Αυγά | Ασπράδι αυγού, αλβουμίνη αυγού |
Πίνακας 2. Πρωτεΐνες που χρησιμοποιούνται στα βασικά σκευάσματα εντερικής σίτισης
Λόγω του μεγάλου μοριακού βάρους τους, οι πρωτεΐνες έχουν μικρό αντίκτυπο στην ωσμωτικότητα των βασικών σκευασμάτων. Ωστόσο, η ικανοποιητική πεπτική λειτουργία είναι απαραίτητη για την επαρκή απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών.
Ηλεκτρολύτες και ιχνοστοιχεία
Οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 1999/211 ρυθμίζουν τις συνιστώμενες απαιτήσεις εξασφαλίζοντας έτσι ότι 1500 kcal από κάθε πλήρη εντερική σίτιση καλύπτουν το 100% της Συνιστώμενης Ημερήσιας Δόσης (RDA) για τις βιταμίνες, τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία. Ωστόσο, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη καταστάσεις με αυξημένες απαιτήσεις ή απώλεια συγκεκριμένων θρεπτικών συστατικών. Ως εκ τούτου, η εντερική ή παρεντερική χορήγηση συμπληρωμάτων πρέπει να θεσπιστεί και να παρακολουθείται επαρκώς.
Νερό
Η ενεργειακή πυκνότητα της εντερικής σίτισης υπαγορεύεται από την περιεκτικότητά της σε νερό. Τα σκευάσματα που παρέχουν 1 kcal.ml-1 περιέχουν κατά 85% νερό, ενώ σκευάσματα μεγαλύτερης ενεργειακής πυκνότητας (2 kcal.ml-1) περιέχουν μόνο 70%.
Ίνες
Όλοι οι υδατάνθρακες που δεν πέπτονται στο λεπτό έντερο και φθάνουν στο κόλον, πλήρως ή μερικώς μεταβολικά και ενεργειακά διαθέσιμοι, θεωρούνται ίνες. Οι μη αμυλούχοι πολυσακχαρίτες, η ινουλίνη και οι φρουκτοολιγοσακχαρίτες, το ανθεκτικό στην πέψη άμυλο και η λιγνίνη είναι οι κύριες συνιστώσες του συνόλου των διαιτητικών ινών. Η ύπαρξη των ινών στη δίαιτα μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση θρεπτικών συστατικών, το μεταβολισμό των υδατανθράκων και των λιπιδίων, τη διόγκωση και το βάρος των κοπράνων και τη ζύμωση στο παχύ έντερο (βλ. κεφάλαιο 5.7).
Όσον αφορά τις φυσιολογικές επιδράσεις, οι ίνες διακρίνονται σε διαλυτές (ιδιαίτερα ζυμώσιμες) και αδιάλυτες (ελάχιστα ζυμώσιμες). Οι αδιάλυτες (υδρόφιλες) ίνες είναι πλούσιες σε κυτταρίνη και λιγνίνη και αυξάνουν τη μάζα των κοπράνων εγκλωβίζοντας νερό. Μπορούν έτσι να συμβάλλουν στην πρόληψη της δυσκοιλιότητας, στη βελτίωση της γαστρεντερικής (ΓΕ) λειτουργίας και στη ρύθμιση του χρόνου διέλευσης από το γαστρεντερικό σωλήνα. Οι διαλυτές ίνες (π.χ. οι πηκτίνες, τα κόμμεα) ζυμώνονται επαρκώς από την αναερόβια μικροχλωρίδα του παχέος εντέρου και παρέχουν υποστρώματα τα οποία διατηρούν τη δομή και τη λειτουργία του.
Με βάση την αποδεδειγμένη σημασία και τα πλεονεκτήματα των διαιτητικών ινών στην κανονική δίαιτα, είναι δελεαστικό να επεκταθεί το πλεονέκτημα αυτό και στα σκευάσματα εντερικής σίτισης. Επομένως, έχει προταθεί, εκτός κι αν επιβάλλεται ο περιορισμός των ινών, η σίτιση με βασικά σκευάσματα να μοιάζει με την κανονική σίτιση, όσον αφορά την περιεκτικότητα σε ίνες. Ωστόσο δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις που να αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα ή τη βέλτιστη ποσότητα των ινών στα σκευάσματα εντερικής σίτισης. Χρειάζονται περαιτέρω έρευνα και κατευθυντήριες οδηγίες.