Μελέτες έχουν δείξει ότι η τεχνητή διατροφή μετά την παγκρεατοδωδεκαδακτυλεκτομή (ΠΔ) προωθεί την ανοσολογική απόκριση και τη λειτουργία του γαστρικού φραγμού, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα εμφάνισης λοιμώξεων και σήψης. Στην εποχή των πρωτοκόλλων ταχείας ανάρρωσης μετά το χειρουργείο, η πρώιμη έναρξη της από του στόματος σίτισης ενθαρρύνεται. Ωστόσο, οι ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε ΠΔ είναι αρκετά απίθανο να καταφέρουν να καλύψουν το σύνολο των διατροφικών τους αναγκών αποκλειστικά διαμέσω της από του στόματος σίτισης .
Η υποστήριξη θρέψης περιεγχειρητικά, τόσο εντερικά όσο και παρεντερικά, έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη βελτίωση της κλινικής εικόνας και στη μείωση της συχνότητας εμφάνισης μετεγχειρητικών επιπλοκών σε μείζονες χειρουργικές επεμβάσεις κοιλίας, βελτιώνοντας την ανοσολογική απόκριση και μειώνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης σήψης. Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες επιλογές για τη χορήγηση συμπληρωματικής διατροφής. Η παρεντερική διατροφή αποτελεί μία λύση χορήγησης τροφής, όταν η γαστρεντερική οδός δεν είναι προσβάσιμη, αλλά είναι μία ακριβή επιλογή και συνδέεται με αυξημένη συχνότητα λοιμώξεων. Η εντερική σίτιση παρουσιάζει πολλαπλά πλεονεκτήματα, όπως η διατήρηση της εντερικής φυσιολογίας κι απορρόφησης, περιορίζει τη βακτηριακή αλλόθεση, σχετίζεται με λιγότερες λοιμώξεις και μειωμένο κόστος. Παρ’ όλα αυτά, σε περίπτωση εμφάνισης γαστροπάρεσης, οι τροφές θα πρέπει να χορηγούνται απευθείας στη νήστιδα. Η πρόσβαση στη νήστιδα είναι δύσκολη, πόσο μάλλον εάν αυτή η επιπλοκή δεν ήταν αναμενόμενη . Η καθυστερημένη γαστρική κένωση είναι μία από τις πιο συχνές επιπλοκές που προκύπτουν κατόπιν ΠΔ και σχετίζεται και με παρατεταμένη νοσηλεία. Επιπλέον, καθώς οι ασθενείς με περιληκυθικές κακοήθειες είναι συχνά υποσιτισμένοι ή καχεκτικοί, η παρατεταμένη διατροφική υποστήριξη είναι συνήθως απαραίτητη. Ωστόσο, με την εμφάνιση της καθυστερημένης γαστρικής κένωσης είναι δύσκολο να προσδοκούμε να δίνεται έμφαση στην παροχή ενισχυμένης διατροφής. Έτσι, οι ασθενείς που εμφανίζουν αυτή την επιπλοκή μπορεί να παρουσιάζουν αξιοσημείωτο διατροφικό έλλειμμα κατά τη διάρκεια των μηνών που απαιτούνται για την ανάρρωση μετά το χειρουργείο .
Οι διαδερμικοί καθετήρες πλεονεκτούν σε σχέση με τους ρινογαστρικούς, ειδικά αν απαιτείται παρατεταμένη γαστρική αποσυμπίεση, όπως συνηθίζεται μετά από αυτό το χειρουργείο. Οι ρινικοί σωλήνες προκαλούν αίσθημα δυσφορίας στους ασθενείς, μπορούν εύκολα να εκτοπιστούν και σχετίζονται με εμφάνιση ιγμορίτιδας, ρινικού τραύματος, γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης και αναπνευστικές επιπλοκές. Οπότε, κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται πως η χρήση γαστρονηστιδοστομίας με δύο αυλούς ίσως είναι χρήσιμη δεδομένων των προβλημάτων που υφίστανται .
Η ESPEN συστήνει περιεγχειρητική διατροφική υποστήριξη συμπεριλαμβανομένης της εντερικής και ολικής παρεντερικής διατροφής με στόχο τη μείωση των επιπλοκών και της προώθησης της ανάρρωσης μετά από ΠΔ.
Αντιθέτως, οι οδηγίες της ASPEN συστήνουν μετεγχειρητική διατροφική υποστήριξη μόνο σε ασθενείς που είναι αδύνατο να καλύψουν τις διατροφικές τους ανάγκες από το στόμα σε διάστημα 7-10 ημερών, κάτι που δεν είναι συμβατό με τους προβληματισμούς που απορρέουν μετά από ΠΔ.
Ωστόσο, οι οδηγίες τόσο της ESPEN όσο και της ASPEN, βασίζονται σε περιορισμένες μελέτες που αφορούσαν ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργεία του γαστρεντερικού συστήματος, κυρίως με εντόπιση στο στόμαχο και στο παχύ έντερο, κάτι που αποτελεί εμπόδιο στη συμμόρφωση των ιατρών στις οδηγίες .
Συμπερασματικά, σε έναν εγγενώς υποσιτισμένο πληθυσμό, ένα ζωτικής σημασίας βήμα για τη μείωση της νοσηρότητας μετά από ΠΔ είναι η βελτιστοποίηση της μετεγχειρητικής διατροφής. Η μετεγχειρητική διατροφική υποστήριξη σε αυτούς τους ασθενείς μπορεί να βελτιώσει την διατροφική τους κατάσταση και κατ’ επέκταση την κλινική τους εικόνα. Η πρώιμη εντερική σίτιση που χορηγείται μετεγχειρητικά, θα μπορούσε να επηρεάσει τόσο την ενδοκρινή όσο και την εξωκρινή λειτουργία του αδένα και να διεγείρει παγκρεατικές και χολικές εκκρίσεις . Το ακριβές σχήμα διατροφής που ακολουθείται στην κλινική πράξη διαφέρει, καθώς υπάρχει έλλειψη διεθνώς αποδεκτών συστάσεων. Είναι πολύ σημαντική η έγκαιρη ταυτοποίηση και διαχείριση του κινδύνου εμφάνισης υποθρεψίας για την προστασία και βελτίωση της διατροφικής κατάστασης και της ποιότητας ζωής. Χρειάζονται περισσότερες κλινικές μελέτες για να αξιολογηθούν οι καταλληλότερες επιλογές διατροφικής υποστήριξης (οδός χορήγησης, χρήση ειδικών σκευασμάτων κ.λπ.) για την βελτιστοποίηση της διατροφικής κατάστασης των ασθενών αυτών.