Θρεπτική Υποστήριξη ασθενούς με διαβήτη.

Ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη αυξάνεται συνεχώς στις αναπτυγμένες χώρες και συνεπώς ο αριθμός των ασθενών με διαβήτη που χρειάζονται εντερική και παρεντερική σίτιση αυξάνεται.

Κατηγοριοποίηση του διαβήτη

Ο σακχαρώδης διαβήτης περιλαμβάνει τέσσερις κλινικές οντότητες:

  • Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 (προκύπτει από την καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος και συνήθως οδηγεί σε ολική ανεπάρκεια παραγωγής ινσουλίνης)
  • Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 (προκύπτει από σταδιακή ελάττωση της έκκρισης ινσουλίνης λόγω ύπαρξης αντίστασης στην ινσουλίνη)
  • Άλλοι τύποι διαβήτη από διάφορα αίτια, π.χ. συγγενείς ανωμαλίες της λειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος, γενετικές ανωμαλίες που σχετίζονται με τη δράση της ινσουλίνης, νόσοι της εξωκρινούς μοίρας του παγκρέατος (κυστική ίνωση, σύνδρομο Down) καθώς και βλάβες λόγω φαρμάκων ή χημικών ουσιών (όπως μετά από μεταμόσχευση οργάνων)
  • Σακχαρώδης διαβήτης της κύησης (διαγιγνώσκεται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης)

 

Επιπολασμός

  • Ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 αυξάνεται. Σε κάποιες χώρες, αντιπροσωπεύει το 0.3-0.4% του πληθυσμού.
  • Ο επιπολασμός του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 αυξάνεται πιο γρήγορα, με 415 εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως το 2015 και υπολογίζεται να φτάσει τα 642 εκατομμύρια έως το 2040.

 

Η υπερκατανάλωση τροφής συμμετέχει όχι μόνο στην ανάπτυξη διαβήτη αλλά και στις επιπλοκές τουλόγω της υπεργλυκαιμίας, της υπερλιπιδαιμίας και της υπέρτασης που επιφέρει. Συνεπώς, η σωστή διατροφική διαχείριση αυτών των ασθενών έχει συνδεθεί με μείωση των επιπλοκών.

Διατροφική διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη

 

Μακροπρόθεσμοι διατροφικοί στόχοι

Προκειμένου να βελτιωθεί η μακροπρόθεσμη υγεία στους ασθενείς με διαβήτη, η διατροφική φροντίδα έχει ως στόχους να επιτευχθούν:

  • Επίπεδα γλυκόζης στο αίμα κοντά στα φυσιολογικά, χωρίς όμως να αυξάνεται ο κίνδυνος υπογλυκαιμίας
  • Μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου
  • Κατάλληλη θερμιδικήπρόσληψη για τη διατήρηση φυσιολογικού βάρους για το ύψος του ασθενούς
  • Πρόληψη οξειών και χρόνιων επιπλοκών του διαβήτη
  • Βελτίωση της συνολικής υγείας και ποιότητας ζωής
  • Σωστή διαχείριση κατά τη διάρκεια οξείας νόσου.

 

Μακροπρόθεσμη διατροφική διαχείριση

Υπάρχει πλέον ομοφωνία ανάμεσα σε εθνικούς και διεθνείς οργανισμούς σχετικά με τις διατροφικές συμβουλές για τους ασθενείς με διαβήτη:

  • Οι θερμίδες που δίνονται θα πρέπει να είναι ανάλογες με τις ενεργειακές ανάγκες του ασθενούς, με σκοπό την επίτευξη του επιθυμητού σωματικού βάρους.
  • Το 55-60% των ενεργειακών αναγκών θα πρέπει να καλύπτεται κυρίως από μη επεξεργασμένους υδατάνθρακες, με προτίμηση στα τρόφιμα με χαμηλό γλυκαιμικό δείκτη.
  • Οι συστάσεις που αφορούν το γενικό πληθυσμό για αύξηση της πρόσληψη φυτικών ινών σε 14γρ. ανά 1000 kcal την ημέρα ή σε 25 γραμμάρια την ημέρα για ενήλικες γυναίκες και 38 γρ. την ημέρα για ενήλικες άντρεςισχύουν και για τα άτομα με διαβήτη.
  • Οι στόχοι σχετικά με την πρόσληψη λίπους θα πρέπει να εξατομικεύονται, καθώς δεν υπάρχουνεπαρκή στοιχεία που να υποστηρίζουν ένα ιδανικό ποσοστό λίπους για την διατροφή ατόμων με διαβήτη. Η ποιότητα ωστόσο του λίπους φαίνεται να είναι περισσότερο σημαντική από την ποσότητα. Σε άτομα με διαβήτη τύπου 2, μια διατροφή μεσογειακού τύπου, πλούσια σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (MUFA), μπορεί να βοηθήσει στον γλυκαιμικό έλεγχο και να μειώσει τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου.Συνεπώς, η μεσογειακή διατροφήσυστήνεται αντί μιας διατροφήςχαμηλής περιεκτικότητα σε λίπος και υψηλής σε υδατάνθρακες.Η κατανάλωση ψαριού δύο φορές την εβδομάδα συμβάλει στην αύξηση της πρόσληψης ω-3 λιπαρών οξέων (EPA και DHA). Ωστόσο, με βάση τα βιβλιογραφικά δεδομένα δεν συστήνεται η κατανάλωσησυμπληρωμάτωνω-3 λιπαρών οξέων για άτομα με διαβήτη με σκοπό τη πρόληψηή τη θεραπεία καρδιαγγειακής νόσου. Η αυξημένη πρόσληψη ω-3 λιπαρών οξέων με την διατροφή και όχι από συμπληρώματα συστήνεται τόσο για το γενικό πληθυσμό, όσο και για τους ασθενείς με διαβήτη και βασίζεται στην ευεργετική δράση τους στις λιποπρωτεΐνες και στην προστασία που παρέχουν έναντι της καρδιαγγειακής νόσου.
  • Σε απουσία διαβητικής νεφροπάθειας, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τη σύσταση της ιδανικής ποσότητας κατανάλωσης πρωτεΐνης για καλύτερο γλυκαιμικό έλεγχο ή βελτίωση ενός ή περισσότερων καρδιαγγειακών παραμέτρων.Συνεπώς, το ποσοστό πρόσληψης πρωτεΐνης θα πρέπει να εξατομικεύεται. Όπως και για το γενικό πληθυσμό, η πρόσληψη πρωτεΐνης για ασθενείς με διαβήτη μπορεί να είναι 0.8 g/kg σωματικού βάρους/ημέρα ή 15% της ημερήσιας πρόσληψης ενέργειας.
  • Η πρόσληψη αλατιού θα πρέπει να περιορίζεται στο ελάχιστο
  • Εάν ο ασθενής με διαβήτηκαταναλώνει αλκοόλ, η κατανάλωση θα πρέπει να γίνεται με μέτρο (όχι περισσότερο από ένα αλκοολούχο ποτό την ημέρα για τις γυναίκες και όχι περισσότερο από δύο αλκοολούχα ποτά την ημέρα για τους άντρες). Η κατανάλωση αλκοόλ αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισηςπαρατεταμένης υπογλυκαιμίαςιδίως σε άτομα υπό αγωγή με ινσουλίνη ή με ινσουλινοεκκριτικά φάρμακα. Εκπαίδευση και επαγρύπνηση σχετικά με την αναγνώριση και διαχείριση των επεισοδίων παρατεταμένης υπογλυκαιμίας είναι αναγκαία.
  • Αύξηση της κατανάλωση πράσινων λαχανικών και μερικών λαχανικών ρίζας μαζί με φρούτα (αποφυγή υπερβολικής κατανάλωσης φρούτων καθώς αυξάνεται αναπόφευκτα η πρόσληψη σάκχαρης) με σκοπό την αύξηση πρόσληψής βιταμινών, αντιοξειδωτικών και φυτικών ινών.

 

Θρεπτική υποστήριξη στο σακχαρώδη διαβήτη

Σε περιόδους οξείας νόσου, οι αρχές της διατροφικής υποστήριξηςσε ασθενείς με διαβήτη δεν διαφέρουν από αυτές που ισχύουν για τους μη διαβητικούς ασθενείς, όπως  περιγράφονται σε άλλο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου.Ωστόσο θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι ιδιαίτερες μεταβολικέςδιαταραχές που εμφανίζονται στο διαβήτη, οι οποίες θα πρέπει να συνοδεύονται από συνεχή έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης του αίματος. Η μεταβολική απάντηση στην νόσο ή τον τραυματισμό από μόνη τηςείναι διαβητογόνοςκαι προκαλεί αντίσταση στην ινσουλίνη, γεγονός που σημαίνει ότι ασθενείς με μη ινσουλινο-εξαρτώμενο διαβήτη μπορεί κατά την οξεία φάση να χρειαστούν ινσουλίνη ενώ υψηλότερες δόσεις ινσουλίνης μπορεί να χρειαστούν σε ασθενείς με ινσουλινο-εξαρτώμενο διαβήτη.

Η υπεργλυκαιμία έχει προηγουμένως χαρακτηριστεί ως κομμάτι της αναγκαίας προσαρμογής του οργανισμού με στόχο την επιβίωση καισυνήθως δεν αντιμετωπιζόταν ιδιαίτερα στις μονάδες εντατικής θεραπείας.Ωστόσο, πολυάριθμες μελέτες έχουν δείξει ότι η υπεργλυκαιμία σχετίζεται με πτωχή πρόγνωσησε νοσηλευόμενους ασθενείς. Ασθενείς που υποβάλλονται σε χειρουργική επέμβαση και εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα σακχάρου στο αίμα έχουν αυξημένο κίνδυνο λοιμώξεων. Η υπεργλυκαιμία μπορεί να επηρεάσει τα ποσοστά θνητότητας σε ασθενείς με οξύ καρδιαγγειακό επεισόδιο, τραυματικές εγκεφαλικές κακώσεις, εγκεφαλικό επεισόδιο ή που έχουν εισαχθεί σε μονάδα εντατικής θεραπείας, ακόμα καιλαμβάνοντας υπόψιν τον παράγοντα της σοβαρότητας της νόσου. Οι αρνητικές επιπτώσεις της υπεργλυκαιμίας είναι πιο έντονες σε μη διαβητικούςσε σχέση με διαβητικούς νοσηλευόμενους ασθενείς.

Η παθοφυσιολογία της παραπάνω συσχέτισης δεν έχει πλήρως καθοριστεί. Δεν είναι γνωστό εάν τα επίπεδα γλυκόζης αποτελούνέναντροποποιητικό παράγοντα που σχετίζεται με επιπλοκές ή είναι απλά ένας αθώος δείκτης της σοβαρότητας τηςνόσου.

Αρκετές μελέτες έχουν αξιολογήσει τα οφέλη του εντατικού ελέγχου της συγκέντρωσης γλυκόζης στο αίμα σε μονάδες αυξημένης φροντίδας, αλλά έχουν χρησιμοποιήσει διαφορετικούς πληθυσμούς ασθενών (ασθενείς με ή χωρίς διαβήτη), έχουν διαφορετικό σχεδιασμό, στόχους γλυκαιμικού ελέγχου και μεθόδους ινσουλινοθεραπείας. Επιπλέον, τα αποτελέσματα τους δεν συμφωνούν τελείως μεταξύ τους. Οι αρχικές μελέτες υποστήριζαν στενό έλεγχο των επιπέδων γλυκόζης σε μη διαβητικούς ασθενείς.Ωστόσο, μετά από τη δημοσίευση αυτών των μελετών, άλλες τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές σεμετεγχειρητικούς και μη ασθενείς στην μονάδα εντατικής θεραπείας, καθώς και δύο μετα-αναλύσεις, δεν έδειξαν ότι ο πιο αυστηρός έλεγχος της συγκέντρωσης γλυκόζης του αίματος σχετίζεται με μειωμένη νοσηρότητακαι θνητότητα, ενώ μάλιστα έδειξαν υψηλότερα ποσοστά υπογλυκαιμιών. Μερικά χρόνια αργότερα, η κλινική δοκιμή NICE-SUGAR έδειξε ότι επίπεδα σακχάρου έως 180 mg/dl(10 mmol·l-1) οδηγούν σε μειωμένη θνητότητα σε σχέση με επίπεδα σακχάρου μεταξύ 81 και 108 mg/dl(4.5 to 6 mmol·l-1). Το συμπέρασμα αυτής της μετα-ανάλυσηςήταν ότι η εντατική ινσουλινοθεραπεία αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο υπογλυκαιμίας ενώ δεν παρέχει κάποια βελτίωσητου ποσοστού θνητότητας σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς.

Σύμφωνα με τα παραπάνω αποτελέσματα, αρκετοί οργανισμοί έχουν πλέον αλλάξει τις προηγούμενες οδηγίες τους για το γλυκαιμικό έλεγχο στην μονάδα εντατικής θεραπείας. Η Αμερικάνικη Εταιρία Κλινικών Ενδοκρινολόγων και η Αμερικάνικη Εταιρία Διαβήτη έχουνεκδώσει νέες κατευθυντήριες οδηγίες που συστήνουντην έναρξη της ινσουλινοθεραπείας,ως θεραπεία της επίμονης υπεργλυκαιμίας, όταν τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος είναι 180 mg/d l(10.0 mmol·l-1). Μετά την έναρξη της ινσουλινοθεραπείας, ένα εύρος τιμών γλυκόζης 140-180 mg/dl(7.8 to 10.0 mmol·l-1) είναι αποδεκτό για την πλειοψηφία των βαρέων πασχόντων ασθενών. Για την πλειοψηφία των υπόλοιπων ασθενών που λαμβάνουν ινσουλίνη, τα προγευματικά επίπεδα γλυκόζης του αίματος θα πρέπει να είναι <140 mg/dl(<7.8 mmol·l-1)  σε συνδυασμό με τιμές τυχαίων μετρήσεων<180 mg/dl(<10.0 mmol·l-1), εφόσον αυτοί οι στόχοι μπορούν να επιτευχθούν με ασφάλεια.

Η υπογλυκαιμία (είτε αυτόματη είτε σχετιζόμενη με χορήγηση ινσουλίνης) συνδέεται με αυξημένη θνητότητα σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Είναι πιθανό η σοβαρότητα της υπογλυκαιμίας μπορεί να σχετίζεται με την σοβαρότητα της ασθένειας και η υπογλυκαιμία να αποτελεί δείκτης επικείμενου θανάτου.

 

Συμπληρώματα διατροφής

Συμπληρώματα διατροφής μπορούν να δίνονται εφόσονυπάρχει κλινική ένδειξη και μπορούν να συνδυαστούν με καλή συμμόρφωση του ασθενούς στην αντιδιαβητική του αγωγή (δισκία ή ινσουλίνη). Ειδικά συμπληρώματα διατροφής έχουν σχεδιαστεί για ασθενείς με διαβήτη και φαίνεται να μειώνουν την μεταγευματική κορύφωση της συγκέντρωσης της γλυκόζης του αίματος.

 

Εντερική Διατροφή

Πολλές από τις φόρμουλες που έχουν σχεδιαστεί για μη-διαβητικούς ασθενείς μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε ασθενείς με διαβήτη, εφόσον τα επίπεδα γλυκόζης τους παρακολουθούνται και ρυθμίζονται κατάλληλα. Η χορήγηση ταχέως απορροφούμενων υδατανθράκων σε μεγάλη ποσότητα και σε μικρό χρονικό διάστημα θα πρέπει να αποφεύγεται. Πολυμερή σκευάσματα με μέτρια περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, χορηγούμενα με συνεχή, αργή έγχυση, μπορούν να μειώσουν αυτό το πρόβλημα.

Μια εναλλακτική προσέγγιση είναι η αντικατάσταση μέρους των υδατανθράκων με μονοακόρεστα λιπαρά, άμυλο με μαλτοδεξτρίνη και προσθήκηφυτικών ινών. Αυτές οι τροποποιήσεις έχει αποδειχθεί πως βοηθούν στον καλύτερο έλεγχο του σακχάρου του αίματος και βελτιώνουν το μεταβολικό προφίλ. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμη σε ασθενείς που χρειάζονται μακροχρόνια εντερική σίτιση στο σπίτι εξαιτίας νευρολογικής ή μηχανικής δυσφαγίας. Η προσθήκη φυτικών ινών στο διάλυμα μπορεί εξίσου να μειώσει το χρόνο γαστρικής κένωσης, να μειώσει την επίδραση στα επίπεδα γλυκόζης του αίματος και να βοηθήσει στην φυσιολογική λειτουργία του εντέρου.

Η σύγκριση ανάμεσα στις διαφορετικέςφόρμουλες εντερικής σίτισης για νοσηλευόμενους διαβητικούς ασθενείς που δεν είναι όμως βαρέως πάσχοντες,έχει δείξει μικρές διαφορές σχετικές με το γλυκαιμικό έλεγχο και τα λιπίδια. Ωστόσο η σύγκριση  μεταξύ κοινών και ειδικών για διαβητικούς διαλυμάτων ευνοεί τα τελευταία.Η διαφορά αυτή έχει φανεί σε μία μελέτη που εξέτασε 50 βαρέως πάσχοντες ασθενείς με υπεργλυκαιμία που σιτίστηκαν με ειδικόδιάλυμα υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη, το οποίο οδήγησε σεμειωμένηγλυκόζη πλάσματος και τριχοειδικού αίματος και σεμειωμένες ανάγκες σε ινσουλίνη, σε σχέση με ασθενείς που λάμβανανένα συμβατικό διάλυμα, ίδιας ενεργειακής απόδοσης,υψηλής περιεκτικότητα σε πρωτεΐνηπου περιείχε επιπλέον λίπη και υδατάνθρακες. Ο καλύτερος γλυκαιμικός έλεγχος δεν είχε κάποια επίδρασηστο χρόνο παραμονής στην μονάδα εντατικής θεραπείας, στην εμφάνιση λοιμώξεων, στην ανάγκη για μηχανική υποστήριξη αναπνοής ή στη θνητότητα, παρόλο που το μικρό δείγμα θα μπορούσε να εξηγήσει την απουσία σημαντικών διαφορών σε αυτούς τους παράγοντες.

Αρκετοί ασθενείς με διαβήτη και αυτόνομη νευροπάθειααναπτύσσουνσυμπτωματική γαστρική ατονίαή ακόμα και εντερική δυσκινησία. Μεταπυλωρική σίτισηή νηστιδική σίτισημπορεί να είναι αναγκαία σε αυτή την περίπτωση. Εμπορικά διαλύματα που περιέχουν μονοακόρεστα λιπαρά οξέα και φυτικές ίνες είναι πλέον διαθέσιμα.

 

Παρεντερική διατροφή

Τα σκευάσματα που χρησιμοποιούνται σε μη διαβητικούς ασθενείς μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε ασθενείς με διαβήτη, εφόσον επιπλέον ινσούλίνη (καθώς επίσης κάλιο και φώσφορος) χορηγείται ανάλογα με τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα και ο ρυθμός έγχυσης διατηρείται σταθερός. Γενικά, με την έναρξη της παρεντερικής διατροφής συνίστανται μέτριες ποσότητες γλυκόζης. Μια ισορροπημένη αναλογία υδατανθράκων και λίπους μπορεί να προλάβει και να επαναφέρει τις μεταβολικές ανωμαλίες αυτών των μακροθρεπτικών συστατικών, όπως αυτές παρουσιάζονται συχνά στους διαβητικούς ασθενείς. Γλουταμίνη μπορεί να προστεθεί στο παρεντερικό διάλυμα και μπορεί να βελτιώσει την απορρόφηση γλυκόζης σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς.

Ινσουλίνη μπορεί να προστεθεί και στο σάκο της παρεντερικής διατροφής, κυρίως στις καινούργιες φόρμουλες που είναι φτιαγμένες από νέα υλικά (EVA, Οξικό άλας αιθυλενίου βινυλίου), αφού η ινσουλίνη δεν μπορεί να συνάψει δεσμούς με το υλικό εύκολα με αποτέλεσμα την απώλεια των ιδιοτήτων της. Η ταυτόχρονη έγχυση παρεντερικής διατροφής με ινσουλίνη έχει το πλεονέκτημα ότι όταν σταματά η παρεντερική, σταματάει και η ινσουλίνη. Ο κίνδυνος αντιδραστικής υπογλυκαιμίας όταν η έγχυση της παρεντερικής σταματά είναι αρκετά σπάνια σε ενήλικες ασθενείς, αφού ο χρόνος ημίσειας ζωής της ινσουλίνης στηνκυκλοφορία είναι μόλις 3-4 λεπτά.

Σε σταθερούς ασθενείς που λαμβάνουν καθορισμένες ποσότητες παρεντερικής διατροφής σε διάστημα 24 ωρών, αγωγή με βασική ινσουλίνηκαι έξτρα ενδοφλέβια ινσουλίνη όπως απαιτείται, μπορεί να είναι αρκετή.

Σε μη σταθεροποιημένους ασθενείς, ωστόσο, ειδικά στις πρώτες ημέρες χορήγησης παρεντερικής διατροφής, η ινσουλίνη μπορεί να χορηγηθεί ενδοφλέβια με αντλία συνεχούς έγχυσης που επιτρέπει ευελιξία, σύμφωνα με προκαθορισμένους αλγόριθμους. Κάθε κέντρο θα πρέπει να υιοθετεί αλγόριθμος που καλύπτουν τις κλινικές του ανάγκες, από την πληθώρα που έχον περιγραφεί στην βιβλιογραφία.

 

 

Πίνακας 1. Επίπεδα γλυκόζης αίματος και αντίστοιχες διορθώσεις

 

Γλυκόζη αίματος

 

[mmol/l]

 

 

Πράξη

 

[C–ρυθμός έγχυσης ινσουλίνης]

< 4.0 Μείωση κατά 1.0 ml/ώρα
4.0 – 6.9 Μείωση κατά 0.5 ml/ώρα
7.0 – 10.9 Διατήρηση του ίδιου ρυθμού έγχυσης
11.0 – 15.0 Εάν μικρότερη της προηγούμενης μέτρησης διατήρηση ίδιου ρυθμού
Εάν μεγαλύτερη της προηγούμενης μέτρησης®­κατά 0.5 ml/ώρα
> 15.0 Εάν μικρότερη της προηγούμενης μέτρησης διατήρηση ρυθμού έγχυσης
Εάν μεγαλύτερη της προηγούμενης μέτρησης®­κατά 1.0 ml/ώρα
Εάν ο ρυθμός έγχυσης είναι 0.5 ή 0 ml/ώρα μείωση στο μισό της συγκέντρωσης (B) και επανεκκίνησηστα 0.5 ml/ώρα
If rate becomes 4.5 or 5 ml/hour διπλασιασμός της συγκέντρωσης (B) και επανεκκίνησηστα 2.5 ml/ώρα

 

 

Περι-εγχειρητική διαχείριση

Η διαχείριση του ασθενή με διαβήτη περι-εγχειρητικά είναι συχνά δύσκολη αλλά συχνά χωρίς λόγο. Οι βασικές αρχές είναι αρκετά απλές και συνοψίζονται ως εξής:

  • Προσπαθήστε να βάλετε τους ασθενείς με διαβήτη πρώτους στην λίστα για προγραμματισμένες εγχειρήσεις, έτσι ώστε η φροντίδα των ασθενών μετεγχειρητικά να επιβλέπεται από τον θεράποντα ιατρό του και όχι από το προσωπικό σε εφημερία.

Να σημειωθεί:

  • Οι ασθενείς μπορεί να χρειαστούν αυξημένες δόσεις ινσουλίνης υποδορίως μετά την επέμβαση εξαιτίας του εγχειρητικού στρες.
  • Προσεκτική παρακολούθηση των επιπέδων γλυκόζης είναι πολύ σημαντική μετεγχειρητικά
  • Αποφύγετε τη χρήση ενδοφλέβιας ινσουλίνης αφού συχνά οδηγεί σε ανεξέλεγκτες μεταβολές των επιπέδων της γλυκόζης του αίματος, από περιόδους υπογλυκαιμίας σε περιόδους υπεργλυκαιμίας.

Αρχές

  • Οι ασθενείςπου χρειάζονται ινσουλίνη συχνά εμφανίζουν μεγάλες αυξομειώσεις γλυκόζης στο αίμα παρόλο που χορηγούνται παρόμοιες δόσεις ινσουλίνης και έχουν παρόμοια γεύματα. Τέτοιες αυξομειώσεις δεν συμβαίνουν συνήθως σε ασθενείς που δεν χρειάζονται ινσουλίνη.
  • Λοιμώξεις και απουσία φυσικής δραστηριότητας σε νοσοκομειακές συνθήκες μπορεί να ανεβάσει τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα σε πολλούς ασθενείς.
  • Κάθε μέτρηση επιπέδων γλυκόζης στο αίμα πρέπει να αξιολογείται βάσει του συνόλου και της θεραπείας που χρησιμοποιείται, καθώς και σε συνδυασμό με προηγούμενες μετρήσεις των επιπέδων γλυκόζης του αίματος και της γενικότερης τάσης. Μπορεί επομένως να μην απαιτείται άμεση διόρθωση, αφού μικρές αλλαγές στην συνήθη αγωγή ινσουλίνης μπορεί να είναι αρκετές.

 

Εκτός μονάδας εντατικής θεραπείας, η ενδοφλέβια ινσουλίνη χρησιμοποιείται συχνά για να παρέχει ινσουλίνη σε διάφορες διαβαθμίσεις ως λύση στην υπεργλυκαιμία. Η χρήση ωστόσο αυτής της τεχνικής θεωρείται ακατάλληλη ειδικά σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 που χρειάζονται και ινσουλίνη μακράς δράσης για να καταστέλλει τη κετογένεση.Τεχνικές που αποσκοπούν στη πρόβλεψη/πρόληψη παρά στην δράση- αντίδραση όσον αφορά στην διαχείριση της ινσουλίνης είναι προτιμότερες.

Πολλά πρωτόκολλα διαχείρισης υπεργλυκαιμίας στην περι-εγχειρητική περίοδο έχουν περιγραφεί στην βιβλιογραφία. Προτρέπουμε τους αναγνώστες να ανατρέξουν στην αντίστοιχη βιβλιογραφία που παρατίθεται για να διαβάσουν περαιτέρω.

Αξίζει να αναφερθεί ότι τα νέα ανάλογα ινσουλίνης έχουν μεταμορφώσει τη περι-εγχειρητική διαχείριση ακόμα και των ασθενών με διαβήτη τύπου 1. Δεδομένης της ευελιξίας που παρέχουν τα νεότερα ανάλογα ινσουλίνης καθώς και των μεθόδων χορήγησης, οι συνήθης αγωγή του ασθενούς μπορεί να διατηρηθεί στην περι-εγχειρητική περίοδο σε πολλές επεμβάσεις, παρέχοντας λιγότερες διακοπές και πιθανώς μεγαλύτερη ασφάλεια. Όταν ο ασθενής δύναται, θα πρέπει να του δίνεται η ευκαιρία να μετράει τα επίπεδα σακχάρου του και να διαχειρίζεται την ινσουλίνη του ως συνήθως. Ένας έμπειρος ασθενής είναι πολύ πιο πιθανό να το κάνει με επιτυχία και ασφάλεια σε σχέση με προσωπικό χωρίς την ανάλογη εκπαίδευση και εμπειρία στη διαχείριση του διαβήτη. Παραμένει μεγάλης σημασίας η συχνή μέτρηση των επιπέδων σακχάρου και η ανάλογη διαχείριση αυτών.

Δες επίσης