Η βρογχοπνευμονική δυσπλασία είναι μια νόσος, που απαντάται στο 20-60% των πρόωρων νεογνών με αντίστροφη σχέση με την ηλικία κύησης. Παρατηρείται κυρίως σε πρόωρα νεογνά, με σύνδρομο αναπνευστικής δυσχέρειας (ή σύνδρομο υαλώδους μεμβράνης), και οφείλεται στην επίδραση του μηχανικού αερισμού με υψηλές θετικές πιέσεις σε συνδυασμό με την τοξικότητα της μακροχρόνιας χορήγησης υψηλών συγκεντρώσεων οξυγόνου, σε έναν «πρόωρο» και δομικά «ανώριμο» πνεύμονα. Σε ορισμένες περιπτώσεις επίσης, η νόσος έχει συσχετισθεί με την ύπαρξη ανεπάρκειας της φλοιώδους μοίρας των επινεφριδίων και του άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης, σε χαμηλού βάρους νεογνά. Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί και σε τελειόμηνα νεογνά με αναπνευστική ανεπάρκεια οφειλόμενη σε πνευμονία, σύνδρομο εισρόφησης μηκωνίου ή τέλος ανοικτό αρτηριακό πόρο.
Διατροφικές Απαιτήσεις και Φροντίδα
Ενέργεια
Οι ενεργειακές ανάγκες των βρεφών με βροχοπνευμονική δυσπλασία είναι 15-25% υψηλότερες συγκριτικά με τα υγιή βρέφη. Συστήνεται πρόσληψη 140-150kcal/kg/ημέρα κατά τη διάρκεια της οξείας φάσης της ασθένειας. Στη φάση της ανάρρωσης, όπου τα βρέφη σιτίζονται από το στόμα, έχουν ανάλογες ή ακόμα και μεγαλύτερες ενεργειακές ανάγκες, καθώς αναπτύσσονται γρήγορα και χρησιμοποιούν επιπλέον ενέργεια για διατήρηση της θερμοκρασίας, για δραστηριότητα και για την αναπνευστική λειτουργία. Ωστόσο, οι ενεργειακές ανάγκες μπορεί να διαφέρουν από βρέφος σε βρέφος και αλλάζουν ανάλογα με την αναπνευστική και την κλινική κατάσταση και το επίπεδο δραστηριότητας. Επομένως, το βάρος πρέπει να παρακολουθείται αυστηρά και η πρόσληψη ενέργειας να προσαρμόζεται κατάλληλα. Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας Ηπατολογίας και Διατροφής (ESPGHAN) πρότεινε ότι ένα λογικό εύρος πρόσληψης ενέργειας για υγιή ανάπτυξη στα πρόωρα βρέφη είναι 110–135kcal/kg/ημέρα και επομένως είναι λογικό ότι μια υψηλότερη πρόσληψη θερμίδων μπορεί να είναι ευεργετική για βρέφη με βροχοπνευμονική δυσπλασία
Πρωτεΐνες
Οι ανάγκες των πρόωρων βρεφών με βροχοπνευμονική δυσπλασία είναι συγκρίσιμες με τις πρωτεϊνικές ανάγκες των υγιή και συνεπώς, μια πρόσληψη πρωτεΐνης 3,5-4g/kg είναι επαρκή για να καλυφθούν οι ανάγκες για την ανάπτυξη και τον αναβολισμό. Η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας Ηπατολογίας και Διατροφής (ESPGHAN) συνιστά πρόσληψη πρωτεΐνης 4,0-4,5g/kg/ημέρα για βρέφη έως 1000g, και 3,5-4,0g/kg/ημέρα για βρέφη από 1000-1800g.
Λίπος
Ο ρόλος της χορήγησης λιπιδίων στην ανάπτυξη της βροχοπνευμονικής δυσπλασίας δεν έχει πλήρως αποσαφηνιστεί. Τα λιπίδια αποτελούν βασικό συστατικό της διατροφής για την παροχή απαραίτητων λιπαρών οξέων και για την κάλυψη των ενεργειακών αναγκών. Επιπλέον, τα λιπίδια βελτιώνουν τη βιοδιαθεσιμότητα των λιποδιαλυτών βιταμινών και περιορίζουν τη μεταβολική μετατροπή των υδατανθράκων σε λιπίδια, μειώνοντας έτσι την παραγωγή του CO2. Η ελάχιστη πρόσληψη λιπιδίων αποτρέπει την ανεπάρκεια των απαραίτητων λιπαρών οξέων, και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πρόσληψη 0,5-1g/kg/ημέρα και σταδιακή αύξηση. Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι η Ευρωπαϊκή Εταιρεία Παιδιατρικής Γαστρεντερολογίας Ηπατολογίας βκαι Διατροφής (ESPGHAN)δηλώνει ότι για τα περισσότερα πρόωρα βρέφη, ένα λογικό εύρος είναι η πρόσληψη λίπους 4,8-6,6g/kg/ημέρα ή 4,4-6,0g/100kcal που αντιστοιχεί στο 40-55% της ενεργειακής πρόσληψης.
Υδατάνθρακες
Το ελάχιστο όριο προσθήκης των υδατανθράκων καθορίζεται από τις ανάγκες του εγκεφάλου και των άλλων οργάνων που εξαρτώνται από τη γλυκόζη και την προσπάθεια περιορισμού της γλυκονεογένεσης. Η ελάχιστη περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, η οποία προτείνεται είναι 10.5g/100 kcal.
Βιταμίνες και μέταλλα
Τα βρέφη με βροχοπνευμονική δυσπλασία διατρέχουν κίνδυνο μειωμένης ανάπτυξης οστών.Στην πραγματικότητα, η περιορισμένη διαλυτότητα του ασβεστίου και του φωσφόρου μειώνειτην πρόσληψή τους μέσω παρεντερικής διατροφής, ενώ στην εντερική σίτισημπορεί να είναι ανεπαρκής η παροχή κατάλληλης ποσότητας ασβεστίου καιφωσφόρου. Επιπλέον, η χορήγηση κορτικοστεροειδών και διουρητικών σε βρέφη με βροχοπνευμονική δυσπλασία αυξάνει την απώλεια ασβεστίου στα ούρα. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η οστεοπενία στα πρόωρα βρέφη, μια κατάσταση που προκαλείται από διατροφική ανεπάρκεια ασβεστίου και φωσφόρου, είναι πολύ πιο συχνή σε βρέφη με βροχοπνευμονική δυσπλασία. Για το λόγο αυτό συστήνεται η παρακολούθηση των επιπέδων του ασβεστίου και φωσφόρου, κάθε 1-2 εβδομάδες και η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D. Χορήγηση συμπληρωμάτων βιταμινών και μετάλλων είναι απαραίτητη ειδικά σε πρόωρα βρέφη λόγω παρουσίας λοιμώξεων, οξυγονοθεραπείας και αλληλεπίδρασης φαρμάκων-θρεπτικών συστατικών.
Διαιτητικές Τροποποιήσεις
Είναι πιθανό ότι η βελτίωσητης διατροφικής κατάστασης μπορεί να παρέχει κάποια προστασία έναντι της βροχοπνευμονικής δυσπλασίας, κρίνεται όμως απαραίτητη η διαρκής διατροφική υποστήριξη για την ανάπτυξη των πνευμόνων. Συγκεκριμένα η χορήγηση αμινοξέων εντός των πρώτων 24 ωρών της ζωής είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς τα αμινοξέα είναι καλά ανεκτά, επάγουν το θετικό ισοζύγιο αζώτου και βελτιώνουν την ανοχή στη γλυκόζη. Από πρακτικής άποψης, η παρεντερική διατροφή θα πρέπει να χορηγείται μέχρι να φτάσει η εντερική σίτιση να είναι ανεκτή στα100ml/kg/ημέρα. Δεν είναι ασυνήθιστο για τα πρόωρα βρέφη να εμφανίζουν δυσανοχή στην εντερική σίτιση, ωστόσο μπορεί να ξεκινήσει από 10-20ml/kg/ημέρα μέσω ρινογαστρικού σωλήνα όταν η κλινική κατάσταση είναι σταθερή και στη συνέχεια, να αυξάνεται σταδιακά έως ότου επιτευχθεί ο επιθυμητός όγκος 150-160ml/kg/ημέρα.Η περίοδος μετάβασης από την παρεντερική στην εντερική σίτιση μπορεί να διαρκέσει εβδομάδες έως και μήνες σε πρόωρα βρέφη με βροχοπνευμονική δυσπλασία. Η πρόωρη εντερική σίτιση έχει σημαντικά οφέλη καθώς μπορεί να επάγει την κινητικότητα του γαστρεντερικού σωλήνα και να οδηγήσει γρηγορότερα στην πλήρη εντερική σίτιση. Το μητρικό γάλα παρέχει περισσότερα οφέλη έναντι της φόρμουλας, μειώνοντας τη συχνότητα σήψης και τη νεκρωτική εντεροκολίτιδα, αλλά δεν έχει βρεθεί να επηρεάζει τη συχνότητα εμφάνισης της βροχοπνευμονικής δυσπλασίας. Συχνά τα βρέφη εξαντλούνται με τον θηλασμό ή με το μπιμπερό και χρειάζονται μικρά και συχνά γεύματα, ή συμπληρωματική χορήγηση. Σε κάθε περίπτωση, η συμπληρωματική χορήγηση με έτοιμη φόρμουλα παράλληλα με το θηλασμό κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να καλυφθούν οι ελλείψεις πρωτεϊνών και ανόργανων συστατικών. Κατά την εισαγωγή στερεών τροφών παρατηρείται δυσκολία στην ανοχή, ειδικά όταν αυξάνεται η ποσότητά τους. Διάφορες χρήσιμες συστάσεις είναι η δημιουργία ευχάριστου περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια του γεύματος και η ενθάρρυνση σίτισης από το στόμα. Επίσης, χρειάζεται προσοχή στην έναρξη της σίτισης με στερεές τροφές, βαθμιαία πρόοδος στις αλλαγές στην υφή και στη γεύση και προγράμματα τροποποίησης της συμπεριφοράς.
Για τα βρέφη που σιτίζονται παρεντερικά, η αξιολόγηση είναι απαραίτητη για κάθε περίπτωση χωριστά και πρέπει να εξατομικεύεται η χορήγηση λιπιδίων για παιδιά με αναπνευστικά προβλήματα. Κατά συνέπεια, με τον περιορισμό των υγρών, η χορήγηση λιπιδίων παρεντερικά, ή η εντερική σίτιση υψηλής θερμιδικής απόδοσης συμβάλλουν στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών.
Πηγή: Αλμπέρτη Αυρα. Διατροφική αντιμετώπιση νοσημάτων αναπνευστικού.