Συσταση Σώματος – Ανάλυση Βιοηλεκτρικής Εμπέδησης

 

Υπάρχουν  αρκετές μέθοδοι έχουν αναπτυχθεί για τη μέτρηση της σύστασης σώματος . Παρ’όλα αυτά, πολλές από αυτές χρησιμοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για ερευνητικούς σκοπούς γιατί είναι χρονοβόρες και συχνά δαπανηρές. Η ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης (bioelectrical impedance analysis, BIA) για τη μέτρηση της σωματικής σύστασης είναι μία σχετικά προσιτή μέθοδο για τη μέτρηση της σύστασης σώματος, που χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα στην κλινική πράξη. Οι αρχές και οι περιορισμοί αυτής της μεθόδου παρουσιάζονται παρακάτω.

 

1. Βασική αρχή της μεθόδου.

Η μέθοδος BIA βασίζεται στο γεγονός ότι η αντίσταση του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος εξαρτάται από τη σωματική σύσταση (ειδικά από την περιεκτικότητα και την κατανομή του νερού και των ηλεκτρολυτών). Σε έναν υγιή οργανισμό, η περιεκτικότητα σε νερό είναι σχετικά αμετάβλητη στην άλιπη μάζα (ΑΛΜ). Επιπλέον, η λιπώδης μάζα (ΛΜ) περιέχει μικρές ποσότητες νερού και ηλεκτρολυτών και ως εκ τούτου η αντίσταση είναι υψηλή.

Η αγωγιμότητα στο ηλεκτρικό ρεύμα εξαρτάται από τη συχνότητα ενός εναλλασσόμενου ρεύματος. Τα χαμηλής συχνότητας εναλλασσόμενα ρεύματα διαπερνούν το σώμα κυρίως διαμέσου του εξωκυττάριου χώρου, ενώ τα υψηλής συχνότητας ρεύματα διαπερνούν το σώμα μέσω τόσο του εξωκυττάριου όσο και ενδοκυττάριου ύδατος. Άλλα συστατικά, όπως τα οστά ή ο αέρας που βρίσκονται στους πνεύμονες ή στο πεπτικό σύστημα, είναι κακοί αγωγοί και δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν. Ωστόσο, η αγωγιμότητα επηρεάζεται από κλινικές καταστάσεις, όπως η φλεγμονή.

 

Η εμπέδηση (Z) συνίσταται από δύο παραμέτρους:

  • Αντίσταση (resistance, R) – εμποδίζει τη δίοδο του ηλεκτρικού ρεύματος και εξαρτάται κυρίως από το εξωκυττάριο υγρό.
  • Χωρητική αντίσταση (reactance, Xc)– καθορίζεται από τις ηλεκτρικές ιδιότητες των κυτταρικών μεμβρανών, οι οποίες λειτουργούν ως πυκνωτές και έχουν την ιδιότητα να υποδέχονται εναλλασσόμενα ηλεκτρικά φορτία και στη συνέχεια να τα απελευθερώνουν, αφού έχουν προκαλέσει μία καθυστέρηση στη ηλεκτρική δίοδο. Αυτό το φαινόμενο εξαρτάται μερικώς από την κυτταρική μάζα του σώματος.

 

Η αντίσταση (R) σε ρεύμα χαμηλής συχνότητας (μέχρι 50 kHz) είναι κυρίως ανάλογη με το εξωκυττάριο ύδωρ, ενώ η χωρητική αντίσταση (Xc) σε ρεύμα υψηλής συχνότητας (100-200 kHz) σχετίζεται με τον αριθμό των «λειτουργικών» κυττάρων, τα οποία διευκολύνουν τη δίοδο του εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας. Όσο υψηλότερη είναι η συχνότητα του ρεύματος, τόσο χαμηλότερη είναι η αντίσταση και τόσο μεγαλύτερη θα είναι η χωρητική αντίσταση.

 

 

Εικόνα 1 .Το ηλεκτρικό ρεύμα χαμηλής συχνότητας περνάει δια μέσου του εξωκυττάριου υγρού, ενώ το υψηλής συχνότητας ηλεκτρικό ρεύμα περνάει διαμέσου και του εξωκυττάριου υγρού και των ανέπαφων κυττάρων.

 

 

Η επίδραση της συχνότητας στην αντίσταση R και στην χωρητική αντίσταση Xc παρουσιάζεται στην Εικόνα 2. Σε χαμηλές συχνότητες, η R είναι υψηλή και η Xc είναι σχεδόν αμελητέα. Με άλλα λόγια, σε συχνότητες ως 50 kHz η εμπέδηση Ζ, πρακτικά, καθορίζεται μόνο από την R, ενώ η τιμή της Xc είναι μικρότερη από το 10% της συνολικής. Σε υψηλότερες συχνότητες (100-200 kHz), το ρεύμα διαπερνά τις κυτταρικές μεμβράνες και η Xc αυξάνεται, ενώ η R μειώνεται.

Η γωνία φάσης (PA-phase angle) δε μπορεί να εξηγηθεί ή να κατανοηθεί εύκολα, αλλά έχει σημαντική κλινική αξία. Σε οποιαδήποτε συχνότητα, ισχύει ότι PA = (Xc/R) · (180/π). Η PA είναι ανάλογη της κυτταρικής μάζας του σώματος, αλλά επηρεάζεται επίσης σημαντικά σε περίπτωση ασθένειας, που επιδρά στο δυναμικό της μεμβράνης. Σε συχνότητες υψηλότερες από την κρίσιμη συχνότητα, η προηγουμένως αυξανόμενη Xc, μειώνεται και αυτή μαζί με την R. Η μετρούμενη διαπερατότητα του ρεύματος αντιστοιχεί στην ανεξάρτητη ταλάντωση των ιόντων επί των κυτταρικών μεμβρανών.

 

 

 

Εικόνα 2.  Η σχέση μεταξύ της χωρητικής αντίστασης και της αντίστασης με την αύξηση της συχνότητας σε βιολογικά συστήματα με ιδιότητες πυκνωτή. Recw – η αντίσταση σε μηδενική συχνότητα. Rinf – η αντίσταση σε άπειρη συχνότητα.  PA- η γωνία φάσης σε συγκεκριμένη συχνότητα.

 

 

Η αρχή που διέπει τη μέθοδο γίνεται πιο εύκολα κατανοητή, αν λάβουμε υπόψιν το κλασικό παράδειγμα ενός κυλίνδρου που περιέχει ένα διάλυμα νερού και ηλεκτρολυτών. Η εμπέδηση Z θα είναι ανάλογη προς το μήκος και την επιφάνεια διατομής του κυλίνδρου, και την περιεκτικότητα σε νερό. Αν η μισή ποσότητα νερού και ηλεκτρολυτών αντικατασταθεί από έλαιο (λίπη), η τιμή της αντίστασης R θα διπλασιασθεί, καθώς το λίπος αποτελεί στοιχείο χαμηλής αγωγιμότητας με μεγαλύτερη εμπέδηση. (Εικόνα 3).

 

 

Εικόνα 3.  Η εμπέδηση εξαρτάται από τη δομή και τη σύσταση του μετρούμενου στοιχείου

  • Υψηλότερη εμπέδηση (από περισσότερα λιπώδη κύτταρα, μεγαλύτερο μήκος ή/και μικρότερη διάμετρο)- στα αριστερά.
  • Ελαττωμένη εμπέδηση (από νερό και ηλεκτρολύτες, μικρότερο μήκος ή/και μεγαλύτερη διάμετρο) – στα δεξιά.

 

 

Κατά την εφαρμογή στον άνθρωπο, θεωρείται ότι το ύψος του ατόμου ισούται με το μήκος (L) της διόδου του ρεύματος. Το ρεύμα πρέπει να διαπεράσει ένα ανομοιογενές (ως προς το περιεχόμενο νερού και ηλεκτρολυτών) μείγμα διαφορετικών ιστών με διαφορετική κυτταρική σύσταση ο καθένας.

Το ανθρώπινο σώμα μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι 5 κύλινδροι (που αντιστοιχούν σε 2 χέρια, 2 πόδια και τον κορμό), καθένας εκ των οποίων έχει τη δική του ποσοστιαία συνεισφορά στη συνολική εμπέδηση. Αυτό δεν αντιστοιχεί ακριβώς στον όγκο του, επειδή η εμπέδηση εξαρτάται από τη σύσταση και τη γεωμετρία των ιστών. Έτσι, παρά το γεγονός ότι αποτελεί σχεδόν το 50% του συνολικού βάρους του σώματος, ο κορμός συνεισφέρει μόνο το 10% της μετρούμενης συνολικής σωματικής εμπέδησης.

Οι εμπορικά διαθέσιμες συσκευές  ΒΙΑ λειτουργούν σε μία (συνήθως 50 kHz) ή πολλαπλές συχνότητες (συνήθως 4 ή περισσότερες) και η ανάλυση εμπέδησης μπορεί να εφαρμοστεί σε ολόκληρο το σώμα ή ως τμηματική ΒΙΑ (Εικόνα 4.)

 

 

 

Εικόνα 4. Συνολική μέτρηση εμπέδησης σώματος (αριστερά) και τμηματική μέτρηση εμπέδησης βραχίονα (δεξιά).

 

Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ΒΙΑ δεν αποτελεί άμεση μέθοδο για την αξιολόγηση της σωματικής σύστασης. Η εκτίμηση των διαμερισμάτων του σώματος βασίζεται στη σύγκριση της ΒΙΑ με μία μέθοδο αναφοράς. Οι προγνωστικές εξισώσεις αποτελούν αποτέλεσμα παλίνδρομης ανάλυσης. Έχουν δημοσιευθεί εκατοντάδες ανάλογες εξισώσεις, αλλά οι δύο ευρύτερα χρησιμοποιούμενες σε Ευρώπη και ΗΠΑ φαίνονται στον πίνακα 1.

 

 

Πίνακας 1. Συχνά χρησιμοποιούμενες εξισώσεις ανάλυσης βιοηλεκτρικής εμπέδησης όπως αναφέρονται στη βιβλιογραφία για την εκτίμηση της άλιπης μάζας (ΑΛΜ, FFM).

Εξίσωση για την εκτίμηση της ΑΛΜ (FFM) Όργανο

BIA

Μέθοδος -κριτήριο Βιβλ.
– 4.104 + 0.518 Ht2/R50 + 0.231 βάρος + 0.130 Xc + 4.229 φύλοa Xitron DXA 9[9]
Γυναίκες: – 9.529 + 0.696 Ht2/R50 + 0.168 βάρος + 0.016 R50

Άνδρες: – 10.678 + 0.652 Ht2/R50 + 0.262 βάρος + 0.015 R50

RJL – 101 Μοντέλο 4 διαμερισμάτων 10[10]

aφύλο: αρσενικό = 1, θηλυκό = 0

 

 

 

1.2. Παράγοντες που επηρεάζουν τη μέτρηση BIA

 

Δυστυχώς, είναι αδύνατο να υπάρξει μία μόνο εξίσωση, που μπορεί να έχει καθολική εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις1. Υπάρχουν αρκετές καταστάσεις όπου είναι απαραίτητες συγκεκριμένες ειδικές εξισώσεις. Μεγαλύτερη σημασία έχει η διαφορετική σχέση ανάμεσα στο μήκος του κορμού και των κάτω άκρων όπως παρατηρείται σε διαφορετικές φυλετικές ομάδες. Καταστάσεις όπου το επίπεδο ενυδάτωσης της άλιπης μάζας δεν αντιστοιχεί στο φυσιολογικό 73%, όπως σε παχυσαρκία και σε πολλές παθολογικές καταστάσεις, αποτελούν επίσης αντένδειξη για την μη προσαρμοσμένη χρήση γενικών εξισώσεων πρόβλεψης – Πίνακας 2.

 

Πίνακας 2. Η επίδραση των δημογραφικών και κλινικών καταστάσεων στα αποτελέσματα της ανάλυσης βιοηλεκτρικής εμπέδησης.

  Επίδραση Σύσταση
Δημογραφική ομάδα
Φυλή/Εθνικότητα Διαφορετική σχέση ανάμεσα στο μήκος κορμού/άκρων και στην ενυδάτωση της άλιπης μάζας Χρήση μιας ειδικής, ως προς την φυλή, εξίσωσης BIA
Ηλικία Μεταβολή στην επιφάνεια διατομής και στην ενυδάτωση των ιστών Χρήση μιας ειδικής, ως προς την ηλικία, εξίσωσης BIA
Κλινική Κατάσταση
Καταστάσεις με μη ομαλή ενυδάτωση (οίδημα, ασκίτης, αφυδάτωση) Επηρεασμένη ακρίβεια μέτρησης Χρήση BIVA ή τμηματικής BIA
Παχυσαρκία Μη ομαλή ενυδάτωση, αυξημένο κλάσμα λίπους και μεταβολής στο σχήμα σώματος Προσοχή όταν BMI >35 kg/m2; χρήση τμηματικής BIA
Σοβαρή δυσθρεψία (BMI <16 kg/m2) ή νευρική ανορεξία Μεταβολή στην ιστική ενυδάτωση (λόγος ECW:ICW) Προσοχή εξαιτίας μεγάλων προγνωστικών σφαλμάτων
Νευρολογικές διαταραχές Επηρεασμένη αγωγιμότητα λόγω ανωμαλιών του άλιπου ιστού Χρήση τμηματικής BIA για μακροχρόνια παρακολούθηση

 

 

 

Ωστόσο, ακόμα και με μία βέλτιστη εξίσωση, θα αναμένονταν σφάλματα στην ανάλυση της σύστασης του σώματος, όπως προκύπτει από τη μέθοδο BIA. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της έλλειψης τυποποιημένων μετρήσεων, του τυπικού σφάλματος της εξίσωσης, των περιορισμών των μεθόδων αναφοράς που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση, της απόκλισης στη γεωμετρία του σώματος από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στην ανάπτυξη της εξίσωσης και εξαιτίας της βιολογικής μεταβλητότητας που παρατηρείται στα άτομα κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Ένα τυπικό σφάλμα εκτίμησης μεγέθους 1,8 kg είναι αποδεκτό σε ένα πληθυσμιακό δείγμα, αλλά όχι κατά την εξέταση ατόμων ή στην αξιολόγηση συγκεκριμένων κλινικών καταστάσεων10.

 

 

1.3. Η BIA ως δείκτης υγείας των ιστών

Εκτός από μέθοδος μέτρησης της σύστασης του σώματος, η ΒΙΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με την ενυδάτωση των ιστών και την ακεραιότητα της κυτταρικής μεμβράνης. Με τις μετρήσεις ΒΙΑ εξάγεται η εμπέδηση, η αντίσταση, η χωρητική αντίσταση, η γωνία φάσης (PA) και η διανυσματική ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης (bioelectrical impedance vector analysis, BIVA). Πιο πρόσφατα, έχουν συνδυαστεί αρκετοί παράγοντες, ώστε να παρέχουν έναν πιο ισχυρό “δείκτη νόσου”.

Ειδικότερα, η PA θεωρείται σήμερα ένας παγκόσμιος δείκτης για την υγεία των ιστών. Αποτελεί ένα αρκετά καλό δείκτη της κυτταρικής μάζας σώματος, όπως και της ακεραιότητας και της λειτουργικότητας της κυτταρικής μεμβράνης. Πρέπει να σημειωθεί πως η PA μεταβάλλεται όταν τροποποιείται η διαπερατότητα της μεμβράνης, ακόμη και όταν η ποσότητα της κυτταρικής μάζας σώματος παραμένει αμετάβλητη. Αρχικές δημοσιεύσεις επιβεβαίωσαν πως η PA αποτελεί ένα αξιόπιστο προγνωστικό δείκτη σε αρκετές κλινικές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της σήψης, της HIV λοίμωξης, της εντατικής θεραπείας, του καρκίνου του πνεύμονα, του ορθοκολικού καρκίνου, των χειρουργικών επεμβάσεων, της χημειοθεραπείας και πιο πρόσφατα της χρόνιας ηπατικής νόσου και των μεταμοσχεύσεων. Άλλες δημοσιεύσεις έχουν δείξει πως η PA σχετίζεται με την κατάσταση θρέψης σε χειρουργικούς και ηλικιωμένους ασθενείς και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ευαίσθητος δείκτης παρακολούθησης της διατροφικής παρέμβασης. Αυτά τα άρθρα συμφωνούν πως ο προγνωστικός ρόλος της PA δεν εξηγείται συνολικά από την ποσότητα της κυτταρικής μάζας σώματος, αλλά το γεγονός ότι η PA αποτελεί ένα ανεξάρτητο προγνωστικό δείκτη. Η γενική εφαρμογή αυτών των συμπερασμάτων παρεμποδίζεται από το γεγονός πως για κάθε πληθυσμό χρησιμοποιήθηκαν διαφορετικές τιμές αναφοράς, εξαιτίας της έλλειψης τιμών αναφοράς για την PA σε υγιείς πληθυσμούς.

Μέχρι το 2005, διαθέσιμες ήταν μόνο οι μελέτες με μικρά δείγματα και ήταν ανεπαρκείς για να δείξουν την πραγματική κατανομή της PA σε υγιείς πληθυσμούς. Πιο πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η PA, όπως και άλλες βιολογικές μετρήσεις, είναι μεγαλύτερη στους άνδρες από ότι στις γυναίκες και ελαττώνεται με την πάροδο της ηλικίας. Συνεπώς, η PA έχει τώρα τιμές αναφοράς ειδικές ως προς το φύλο αλλά και την ηλικία. Όπως και άλλες βιολογικές μεταβλητές, η φυσιολογική PA μεταβάλλεται σύμφωνα με τον πληθυσμό αναφοράς, όπως αναδείχθηκε σε μια δημοσίευση, που συγκρίνει την PA μεταξύ πληθυσμών Αμερικανών, Ελβετών και Γερμανών. Τιμές  PA κάτω από την 5ο εκατοστημόριο της ειδικής τιμής αναφοράς για το φύλο, το ΔΜΣ και την ηλικία έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα προγνωστικές για τη θνησιμότητα και τη λειτουργικότητα σε ασθενείς με καρκίνο.

Η μέτρηση της PA αποτελεί έναν δυνητικά χρήσιμο δείκτη της λειτουργικής κατάστασης των ασθενών, αν και ένας άλλος ενδιαφέρον τρόπος ερμηνείας της ΒΙΑ έχει προταθεί από τον Piccoli. Ονομάζεται διανυσματική ανάλυση βιοηλεκτρικής εμπέδησης (BIVA). Ένα διάνυσμα δύο μεταβλητών αποτυπώνεται με τη χρήση της αντίστασης και της χωρητικής αντίστασης στα 50 kHz, αφού πρώτα καθοριστεί το ύψος του ασθενή. Ατομικές μετρήσεις μπορούν να συγκριθούν με τα όρια εμπιστοσύνης (ελλείψεις) που προκύπτουν από τον υγιή πληθυσμό. Η μετατόπιση του διανύσματος πέρα από αυτή την έλλειψη παρέχει έναν ημι-ποσοτικό δείκτη της σύστασης σώματος (περισσότερο ή λιγότερο μαλακό ιστό) και η βράχυνση ή η επιμήκυνση του διανύσματος δείχνει τις αλλαγές στην ενυδάτωση (περισσότερο ή λιγότερο υγρό).

 

 

 

1.4 Μέθοδοι BIA που χρησιμοποιούνται στην κλινική πράξη

 

BIA μονήρους συχνότητας (SFBIA)

Η SF – BIA (single frequency BIA) συνήθως μετρά την εμπέδηση στα 50 kHz και επιτρέπει τον υπολογισμό του TBW και της ΑΛΜ (FFM), βασιζόμενη σε εμπειρικές εξισώσεις παλινδρόμησης. Συνήθως σε αυτές τις ειδικές για τον πληθυσμό εξισώσεις περιλαμβάνονται ο δείκτης αντίστασης (L2/R50), το ύψος και το βάρος.

 

BIA πολλαπλών συχνοτήτων (MFBIA)

Η MF – BIA (multifrequency BIA) μετρά την εμπέδηση σε διαφορετικές συχνότητες. Ο αριθμός των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται διαφέρει μεταξύ των συσκευών BIA. Συνήθως η αντίσταση σε χαμηλή συχνότητα (<50 kHz) χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του εξωκυττάριου νερού (ECW), ενώ αυτή σε υψηλές συχνότητες (>100 kHz) (όταν διαπερνώνται οι κυτταρικές μεμβράνες) χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του TBW. Η MF – BIA, όπως και η SF – BIA, χρησιμοποιεί εμπειρικά μοντέλα παλινδρόμησης. Η MF – BIA είναι πιο ακριβής για την πρόβλεψη του ECW σε σχέση με την SF – BIA και ειδικά σε ασθενείς με κρίσιμη νόσο1.

Ένας νεότερος τρόπος εκτίμησης της λειτουργίας της κυτταρικής μεμβράνης με τη χρήση συσκευής πολλαπλών συχνοτήτων αποτελεί ο επονομαζόμενος “δείκτης νόσου” ή πηλίκο εμπέδησης. Όταν η BIA γίνεται σε χαμηλή συχνότητα, το ρεύμα δεν μπορεί να διαπεράσει τις κυτταρικές μεμβράνες και η εμπέδηση είναι σχετικά μεγάλη. Όταν η BIA χρησιμοποιεί υψηλότερη συχνότητα, το ρεύμα μπορεί να διαπεράσει τις κυτταρικές μεμβράνες και η εμπέδηση είναι μικρότερη. Σε φυσιολογικές συνθήκες, ο λόγος μεταξύ εμπέδησης στα 200 kHz και αυτής στα 5 kHz είναι πάντα μικρότερος από 1. Ωστόσο, όταν η κυτταρική μεμβράνη παρουσιάζει μεταβολή/βλάβη της λειτουργίας της, αυτή η αναλογία πλησιάζει τη μονάδα, καθώς η “ασθενής” μεμβράνη παρουσιάζει μικρότερη αντίσταση στη δίοδο του ρεύματος, ακόμη και σε χαμηλότερες συχνότητες. Πρόσφατες μελέτες σε ασθενείς ΜΕΘ έδειξαν πως ο δείκτης νόσου μπορεί να θεωρηθεί αξιόπιστος δείκτης πρόγνωσης. Ασθενείς που απεβίωσαν στις ΜΕΘ ή κατά την μετέπειτα νοσηλεία τους είχαν σημαντικά υψηλότερους δείκτες νόσου σε σχέση με τους ασθενείς που επιβίωσαν. Τιμές αναφοράς του δείκτη νοσηρότητας για τον πληθυσμό των ΗΠΑ δημοσιεύθηκαν πρόσφατα και έδειξαν ότι η ηλικία, το φύλο και ο ΔΜΣ, αλλά και η εθνικότητα μπορούν να επηρεάσουν αυτή την παράμετρο.

 

Φασματοσκοπία βιοηλεκτρικής εμπέδησης ( BIS)

Η φασματοσκοπία βιοηλεκτρικής εμπέδησης (bioelectrical impedance spectroscopy, BIS) μετρά την εμπέδηση σε ένα φάσμα 50 ή και περισσοτέρων συχνοτήτων. Η σχέση μεταξύ χωρητικής αντίστασης και αντίστασης σε διαφορετικές συχνότητες χρησιμοποιείται για τον κατά προσέγγιση υπολογισμό της αντίστασης σε μηδενική και άπειρη συχνότητα. Αυτές οι τιμές χρησιμοποιούνται για να υπολογισθεί η αντίσταση τόσο του εξωκυττάριου όσο και του ενδοκυττάριου νερού. Το μέγεθος του κάθε διαμερίσματος υγρών μπορεί να υπολογισθεί με βάση αυτές τις τιμές αντίστασης μέσω είτε των εμπειρικών εξισώσεων υπολογισμού είτε των εξισώσεων που βασίζονται στη θεωρία της ανάμειξης Hanai5. Επειδή αυτή η θεωρία ανάμειξης βασίζεται σε γενικούς φυσικούς νόμους, θα έπρεπε υποθετικά να είναι λιγότερο ειδική για κάθε πληθυσμό. Ωστόσο, τα αποτελέσματα δείχνουν πως η υπόθεση αυτή πρακτικά ανατρέπεται εκ του συνδυασμού των ατομικών (και μη μετρούμενων) διαφορών στη γεωμετρία του σώματος και της ειδικής αντίστασης των σωματικών υγρών24,25.

 

Εν κατακλείδι, είναι λογικό να χρησιμοποιείται η SF – BIA σε υγιείς ανθρώπους, ωστόσο οι εφαρμοζόμενες εξισώσεις θα πρέπει να είναι αξιολογημένες για τον υπό μελέτη πληθυσμό και να είναι ειδικές ως προς την φυλή, την ηλικία και το φύλο. Σε άτομα με διαταραγμένη ή πιθανώς διαταραγμένη κατάσταση ενυδάτωσης, οι μέθοδοι MF-BIA ή BIS φαίνεται να είναι πιο κατάλληλες.

 

 

Συμπέρασμα

Συμπερασματικά, η  BIA μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη επιλογή για την αξιολόγηση της σύστασης σώματος, εφόσον τηρούνται κάποιοι βασικοί κανόνες. Αυτοί θα πρέπει να περιλαμβάνουν τη χρήση μιας εξίσωσης που έχει αναπτυχθεί για τον συγκεκριμένο πληθυσμό, κατά προτίμηση χωρίς διαταραχή ισοζυγίου υγρών ή ανωμαλιών στο σχήμα του σώματος και με εύρος ΔΣΜ εντός 18 με 34 kg/m2. Σε κλινικές καταστάσεις με μεταβολές στην κατανομή των υγρών, η MF-BIA και η BIS είναι πιο κατάλληλες από την SF-BIA. Μέχρις στιγμής δεν έχει καταστεί εφικτή η δημιουργία μιας εξίσωσης BIA καθολικής εφαρμογής.

Η γωνία φάσης, η BIVA και το πηλίκο εμπέδησης λαμβάνονται άμεσα από την αντίσταση, την χωρητική αντίσταση ή την εμπέδηση, και τα στοιχεία της βιβλιογραφίας δείχνουν πως μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προγνωστικοί ή διατροφικοί δείκτες. Μπορούν να παρέχουν πρακτικούς τρόπους για τη χρήση δεδομένων της BIA σε κλινικές καταστάσεις όταν οι εξισώσεις παλινδρόμησης για την αξιολόγηση της σωματικής σύστασης δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν.

 

Δες επίσης