Σε ασθενείς που σιτίζονται διαμέσου της εντερικής οδού, η τοποθέτηση καθετήρα σίτισης είναι πολλές φορές η ενδεδειγμένη επιλογής.
Δομή και λειτουργία του ΓΕΣ
Η δομή και η λειτουργία του ΓΕΣ επηρεάζουν άμεσα τη θέση και την τεχνική της τοποθέτησης του καθετήρα σίτισης. Για παράδειγμα, ρινοεντερική ή ενδοσκοπική τοποθέτηση δεν επιλέγεται για ασθενείς με φαρυγγική ή οισοφαγική νόσο ή απόφραξη. Ομοίως, η λαπαροσκοπική τοποθέτηση του διαδερμικού καθετήρα σίτισης μπορεί να είναι η καλύτερη επιλογή για παχύσαρκους ασθενείς, λόγω του φτωχού φωτισμού κατά την ενδοσκόπηση του κοιλιακού τοιχώματος.
Συχνά, η ανατομία της κοιλιάς υπαγορεύει το αν θα γίνει γαστροστομία ή νηστιδοστομία. Προηγούμενο χειρουργείο στο στομάχι θεωρείται αντένδειξη για την τοποθέτηση καθετήρα γαστροστομίας. Από άποψη γαστρεντερικής λειτουργίας, η μεταπυλωρική χορήγηση σίτισης ενδείκνυται σε ασθενείς με μη λειτουργικό τον κατώτερο οισοφαγικό σφιγκτήρα, με γαστροπάρεση που δεν ανταποκρίνεται στα φάρμακα και απαιτεί γαστρική αποσυμπίεση ή σε ασθενείς που παρουσιάζουν γαστρική ατονία λόγω τραύματος. Ασθενείς με συρίγγια του ΓΕΣ θα χρειαστούν οδό χορήγησης σίτισης απομακρυσμένη από το συρίγγιο.
Προβλεπόμενος χρόνος σίτισης
Ο χρόνος δεν είναι εύκολα προβλέψιμος, αλλά πρέπει να υπολογίζεται, ιδιαίτερα σε χειρουργημένους ασθενείς, που η τοποθέτηση μπορεί να γίνει κατά τη διάρκεια της λαπαροτομίας. Αν και δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένο, μια περίοδος 6 εβδομάδων, γενικά, είναι το όριο μεταξύ του μικρού και του μεγάλου διαστήματος σίτισης. Η βραχυπρόθεσμη σίτιση μπορεί να επιτευχθεί με ρινοεντερικό (ρινογαστρικό, ρινο-δωδεκαδακτυλικό ή ρινονηστιδικό) καθετήρα σίτισης για χειρουργημένους και μη. Για χρονικό διάστημα σίτισης μεγαλύτερο των 6 εβδομάδων ενδείκνυται η εφαρμογή γαστροστομίας ή νηστιδοστομίας.
Ο κίνδυνος εισρόφησης
Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα που να υποστηρίζουν ότι η τοποθέτηση του καθετήρα σίτισης ενδογαστρικά εγκυμονεί μεγαλύτερο κίνδυνο για πνευμονική εισρόφηση, συγκριτικά με την ενδονηστιδική σίτιση. O Lazarus, σε μία ανασκόπηση 45 άρθρων σχετικά με τη συχνότητα εισρόφησης σε ασθενείς με σοβαρή νευρογενή οισοφαγική δυσφαγία, κατέληξε στο ότι η συχνότητα εισρόφησης ποικίλλει σε αυτές τις έρευνες από 0% έως 40% για τη γαστρική σίτιση και από 0% έως 13% για τη νηστιδική.
Ομοίως, ο Strong και συν. (1992) δεν βρήκαν διαφορά στη συχνότητα πνευμονικής εισρόφησης, με βάση την ακτινογραφία θώρακος, σε 17 ασθενείς που σιτίζονταν ενδογαστρικά, συγκριτικά με 16 ασθενείς που σιτίζονταν από τη νήστιδα. Και οι δύο ομάδες είχαν το ίδιο σκορ στην κλίμακα Γλασκώβης. Η μέση διάρκεια σίτισης ήταν 11,8 μέρες για την ομάδα με τη γαστρική σίτιση και 10,9 ημέρες για την ομάδα με τη νηστιδική σίτιση. Οι Coben και συν. (1992), συσχέτισαν τον κίνδυνο της πνευμονικής εισρόφησης με τις αλλαγές που δημιουργούνται στην πίεση του κατώτερου οισοφαγικού σφιγκτήρα (ΚΟΣ) από το ρυθμό χορήγησης της γαστρικής σίτισης.
Καθώς τα ευρήματα από τη βιβλιογραφία είναι ασαφή, οι κλινικοί ιατροί προτιμούν τη μεταπυλωρική σίτιση σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Η απευθείας νηστιδοστομία εγκυμονεί λιγότερο κίνδυνο για πνευμονική εισρόφηση συγκριτικά με τη νηστιδική σίτιση μέσω καθετήρα διαμέσου του ΚΟΣ ή του πυλωρού. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ακόμα και η μεταπυλωρική σίτιση δεν εξαλείφει την πιθανότητα της πνευμονικής εισρόφησης.
|
Επίπεδο φυσικής δραστηριότητας του ασθενούς
Πριν αποφασιστεί η θέση τοποθέτησης του καθετήρα σίτισης, πρέπει να ληφθεί υπόψη η φυσική δραστηριότητα του ασθενούς, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η μέγιστη ελευθερία κινήσεων. Η γαστρική σίτιση με διακεκομμένη σίτιση ή bolus σίτιση δίνει μεγαλύτερη δυνατότητα κινήσεων. Η σίτιση από το δωδεκαδάκτυλο ή τη νήστιδα είναι προτιμότερη για κλινήρεις ασθενείς, καθώς και για ασθενείς με υψηλό κίνδυνο εισρόφησης.